ψυχροπαγής
From LSJ
Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld
English (LSJ)
A v. ψυχροσταγής.
Greek Monolingual
-ές, Α
ψυχροσταγής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχρός + -παγής (< θ. πᾰγ- του πήγνυμι), πρβλ. ὑγρο-παγής].