χυτρίνος

From LSJ
Revision as of 06:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338

Greek Monolingual

και κυθρῑνος, ὁ, ΜΑ
μσν.
κοιλότητα σε περιστερώνα, φωλιά ζευγαριού περιστεριών
αρχ.
1. βαθύ κοίλωμα σε κοίτη ποταμού ή σε βυθό έλους
2. βαθιά οπή στο έδαφος από την οποία αναβλύζει νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χύτρος / κύθρος + επίθημα -ῖνος (πρβλ. ἐλεγξ-ῖνος)].