κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind
ἀγής, -ές (Α) ἄγος1. (αμφίβολος τύπος στον Ιππώνακτα) ένοχος, επικατάρατος2. (με καλή σημασία) αγνός, ιερός.