τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion
ἀελλομάχος, -ον (Μ)αυτός που μάχεται, που παλεύει με τη θύελλα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄελλα + -μάχος < μάχομαι.