αγανάκτηση
From LSJ
καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία → and peace on earth and good will to men, and peace on earth and good will to all
Greek Monolingual
και αγανάχτηση, η (Α ἀγανάκτησις) ἀγανακτῶ
δυσανασχέτηση, δυσφορία, θυμός, οργή
αρχ.
πόνος, φυσικός ερεθισμός.