ἀλιγύγλωσσος

From LSJ
Revision as of 06:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile

Menander, Monostichoi, 259
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιγύγλωσσος Medium diacritics: ἀλιγύγλωσσος Low diacritics: αλιγύγλωσσος Capitals: ΑΛΙΓΥΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: aligýglōssos Transliteration B: aligyglōssos Transliteration C: aligyglossos Beta Code: a)ligu/glwssos

English (LSJ)

ον,

   A with no clear voice, Timo 5.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλιγύγλωσσος: -ον, ὁ μὴ ἔχων καθαρὸν ἦχος τῆς φωνῆς, ὁ μὴ ἔχων λιγυρὰν φωνήν, Τίμων παρὰ Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 9.57.

Spanish (DGE)

(ἀλῐγύγλωσσος) -ον de voz no clarade Protágoras, Timo SHell.779.

Greek Monolingual

ἀλιγύγλωσσος, -ον (Α)
αυτός που δεν έχει λιγυρή γλώσσα, καθαρή και δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λιγύς «λιγυρός» + -γλωσσος < γλῶσσα.