Search results
From LSJ
- μακρά: (ενν. γραμμή), βλ. τιμάω III. μακρά: I adv. 1 на далекое расстояние, далеко (ῥίπτειν Pind.); 2 громко (βοᾶν Hom.; οἰμώζειν Arph.); 3 долго: μ. ἂν542 bytes (38 words) - 14:50, 25 November 2022
- D.). [μᾰ- in verse, Damocr. l. c., prob. in Eup. l.c.] μάκρα: μάκτρα, Dittenb. 2653, 108. μάκρα, ἡ (Α) 1. σκάφη ζυμώματος, η μάκτρα 2. επιγρ. η σαρκοφάγος1 KB (155 words) - 15:56, 24 August 2023
- 81, 2.224; μακρὰ μεμυκώς 18.580; μακρὸν ἠχεῖν Pl.Prt. 329a; κλάειν σε μακρὰ κελεύσας Ar.Eq.433 (v. κλαίω and infr. v); later by analogy, μακρὰ χαίρειν φράσας53 KB (4,982 words) - 17:30, 21 November 2024
- Acut.58; κάρτα πρευμενεῖς A.Ag.840; κάρτα ἰδεῖν ὁμόπτερος Id.Ch.174; εἰ καὶ μακρὰ κάρτα ἐστίν S.Tr.1218; ὥς σου κάρτα νῦν μνείαν ἔχω E.Med. 328, cf. 222, etc16 KB (1,465 words) - 10:47, 20 December 2024
- 363; κλάειν κελεύων Λάμαχον Ar.Ach. 1131; κλάειν σε μακρὰ κελεύσας Id.Eq.433; σέ δ' ἐᾶν κλάειν μακρὰ τὴν κεφαλήν suffer terribly in the head, Id.Pl.61240 KB (4,278 words) - 10:48, 21 December 2024
- συλλαβὴ εἶναι ἁπανταχοῦ μακρὰ παρ’ Ὁμήρῳ· παρ’ Αἰσχύλ. καὶ Σοφοκλ. εἶναι μακρὰ ἐν Ἰαμβικ. στίχοις, ἀλλὰ βραχεῖα ἐν λυρικοῖς· παρ’ Εὐρ. μακρὰ ἢ βραχεῖα ἀδιαφόρως27 KB (3,023 words) - 10:46, 21 December 2024
- συλλαβὴ ἀείποτε μακρὰ παρ’ Ὁμ., ἀλλ’ ἐνίοτε βραχεῖα παρὰ μεταγεν. Ἐπικ., Ἰακώψ. εἰς Ἀνθ. Π. σ. 572· συνήθως βραχεῖα παρ’ Ἀττ., ἀλλὰ μακρὰ ἐν ἄρσει, Σοφ.17 KB (1,675 words) - 07:18, 26 November 2024
- μήκεος ὄλβου ὧδε πεσών», Εμπ.) 4. γραμμ. το να αποτελείται μια συλλαβή από μακρά φωνήεντα, σε αντιδιαστολή προς τη βραχύτητα 5. η πρώτη γραμμή της στρατιωτικής6 KB (430 words) - 20:07, 13 June 2022
- только part. praes. шагать, ступать (μακρὰ βιβάσθων Hom.). βιβάσθω: βιβάω, βίβημι, μόνον κατὰ μετοχ., μακρὰ βιβάσθων, μακρὰ βήματα ποιῶν, μὲ μεγάλους βηματισμούς2 KB (123 words) - 11:30, 25 August 2023
- Iliad. 3, 22 μακρὰ βιβῶντα, Bekker βιβάντα, mit großen Schritten, Odyss. 11, 539 μακρὰ βιβῶσα, Bekker βιβᾶσα, vgl. μακρὰ βιβάς und μακρὰ βιβάσθων; Pind4 KB (362 words) - 07:30, 29 May 2024
- μουσική και μετρική) η μακρά συλλαβή του μετρικού ποδός και το πρώτο μέρος του μουσικού μέτρου 6. φρ. «θέσει μακρό φωνήεν» ή «θέσει μακρά συλλαβή» — βραχύ φωνήεν6 KB (481 words) - 20:00, 13 June 2022
- βοόωντες ἐρήτυον Il.2.97, cf. 9.12, Thgn.887, Plu.Cor.25, en la asamblea μακρὰ βοῶν Ἀγαμέμνονα νείκεε μύθῳ a grandes gritos injuriaba a Agamenón de palabra35 KB (3,982 words) - 10:44, 20 December 2024
- also τ. νοῦσον come to the end of it, Hes. Th.799:—Pass., περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.10.470, cf. Hes. Th.59; τετελεσμένον εἰς ἐνιαυτόν ib.795; ἐν τοῖς73 KB (7,967 words) - 10:45, 21 December 2024
- Il. 8, 13; δίσκον, σφαῖραν, 23, 842 Od. 6, 115. So auch Pind. u. Tragg.: μακρὰ ῥίπτειν, Pind. P. 1, 45; στεφάνοισί τινα, 4, 240; ἀπὸ πέτρας, ἐς Τάρταρον29 KB (3,041 words) - 10:47, 21 December 2024
- 102] caminar, andar μακρὰ βιβάς Il.7.213, cf. 3.22, ὕψι βιβάντα a él que marchaba ufano, Il.13.371, cf. A.D.Adu.175.18, 198.1, 17, μακρὰ βιβᾶσα de un alma3 KB (263 words) - 11:20, 3 March 2024
- ἀπόπροθι, τῆλε, τηλόσε, μακράν, μακρήν, μακρῶς, τηλόθι, τηλόθεν, ἄποθεν, μακρά, μακρόν, συχνόν, πόρρω336 bytes (17 words) - 17:43, 18 October 2019
- δ᾽ ἤματα πόλλ᾽ или μακρὰ ἐτελέσθη Hom., Hes. прошло много дней. περιτελέω: μέλ. -έσω, τελειώνω ή ολοκληρώνω — Παθ., περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη, σε Ομήρ2 KB (132 words) - 18:35, 16 March 2024
- even of men, Luc.DMort.21.1, Longus 2.21; and so Ar., as an execration, μακρὰ κωκύειν κελεύω σε Ra.34; οἰμώζοι γ' ἂν καὶ κωκύοι Ec.648. 2 c. acc., lament9 KB (929 words) - 07:34, 13 November 2024
- κρημνίσω, τὸν τῆς ἡδονῆς τοῖχον ὑποσκάπτοντες Ἀθήν. 588Α· ὑποσκάπτω μακρὰ ἅλματα, σημειώνω μακρὰ πηδήματα, σκάπτων μικροὺς βόθρους, αὐτόθεν ἅλμαθ’ ὑποσκάπτει3 KB (233 words) - 10:48, 25 August 2023
- беспечность, беззаботность, нерадивость, равнодушие, Thuc., Xen., Lys., Eur.: μακρὰ ἂν ῥ. εἴη τοῦ λόγου Plat. сказать так было бы крайне необдуманно; 2 отдохновение8 KB (733 words) - 10:47, 20 December 2024