περιτελέω
Εὔπειστον ἀνὴρ δυστυχὴς καὶ λυπούμενος → Concinnat luctus suspicacem et miseria → Leichtgläubig ist ein Mann im Unglück und im Leid
English (LSJ)
complete in a circle, περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.10.470, cf. 19.153 (= Hes.Th.59).
German (Pape)
[Seite 596] (s. τελέω), rings vollenden, Hom. nur in tmesi, wie Hes.
French (Bailly abrégé)
περιτελῶ :
achever, accomplir.
Étymologie: περί, τελέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-τελέω in een cirkel voltooien:. περὶ δ’ ἤματα μακρὰ τελέσθη lange dagen waren verstreken Od. 10.470 (in tmesis).
Russian (Dvoretsky)
περιτελέω: (только in tmesi) заканчивать, завершать: περὶ δ᾽ ἤματα πόλλ᾽ или μακρὰ ἐτελέσθη Hom., Hes. прошло много дней.
Greek Monotonic
περιτελέω: μέλ. -έσω, τελειώνω ή ολοκληρώνω — Παθ., περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
περιτελέω: μέλλ. -έσω, περὶ δ’ ἤματα μακρὰ τελέσθη, συνετελέσθησαν, Ὀδ. Κ. 470, πρβλ. Τ. 153, Ω. 143, Ἡσ. Θ. 59.
Middle Liddell
fut. έσω
to finish all round or completely: Pass., περὶ δ' ἤματα μακρὰ τελέσθη Od.