Εὔιος
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
(Εὔἱος EM391.15, cf. Lat. Euhius), ὁ, name of Bacchus, from the cry εὐαἵ, εὐοἱ, in lyr. passages, S.OT211, E.Ba.157, Ecphantid. 3, etc.; Εὔιος,
A = Βάκχος, E.Ba.566,579.
II εὔιος, ον, as adjective, Bacchic, πῦρ S.Ant.964; τελεταί E.Ba.238; ἀγάλματα Id.Tr. 451 (troch.).
Russian (Dvoretsky)
Εὔιος: ὁ Эвий, т. е. призываемый возгласами εὖα и οὐοῖ (эпитет Вакха) Plut.
Greek (Liddell-Scott)
Εὔιος: ὁ, ἐπώνυμον τοῦ Βάκχου, ἐκ τῆς κραυγῆς εὐαί, εὐοῖ, Σοφ. Ο. Τ. 211, Εὐρ. 157. κτλ.: Εὔιος = Βάκχος, αὐτόθι 565, 579. ΙΙ. εὔιος, ον, ὡς ἐπίθ. βακχικός, πῦρ Σοφ. Ἀντ. 964· τελεταὶ Εὐρ. Βάκχ. 238.
Greek Monotonic
Εὔιος: ὁ,
I. ονομασία του Βάκχου, από την ιαχή εὐοῖ, σε Σοφ., Ευρ.· Εὔιος = Βάκχος, στον ίδ.
II. εὔιος, -ον, ως επίθ., βακχικός, σε Σοφ., Ευρ.
Frisk Etymological English
Εὔἱος See also: s. εὐάζω.
Middle Liddell
Εὔιος, ὁ,
I. Euios, Evius, name of Bacchus, from the cry, εὐοῖ, Soph., Eur.: Εὔιος = Βάκχος, Eur.
II. εὔιος, ον, as adj. Bacchic, Soph., Eur.
Frisk Etymology German
Εὔιος: Εὔἱος (EM)
{Eúios}
Meaning: Ben. des Dionysos, auch Adj. dionysisch, bakchisch (S., E. u. a.)
Derivative: mit εὐιακός, f. εὐιάς (APu. a.), εὐιώτης, f. -τις (Lyr. Alex. u. a.); lat. LW Euhius.
Etymology: Aus dem Ruf εὐαί (-αἵ), εὐοί (-οἵ) usw.; s. εὐάζω.
Page 1,588