Μασσαλιήτης

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
originaire ou habitant de Massalia.
Étymologie: Μασσαλία.

Russian (Dvoretsky)

Μασσαλιήτης: ου ὁ Plut. = Μασσαλιώτης.