Ναυπλιεύς

From LSJ

τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)

Source

Greek Monolingual

ο (Α Ναυπλιεύς) Ναύπλιον
αυτός που κατάγεται από το Ναύπλιο ή αυτός που κατοικεί στο Ναύπλιο.

Middle Liddell


a Nauplian, Strab. :— Ναύπλιος, or -έιος, η, ον, Eur.