Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
adv.
de Pisa.
Étymologie: Πῖσα, -θεν.
Α
επίρρ. από την Πίσα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πίσα + επίρρμ. κατάλ. -θεν (πρβλ. Αθήνηθεν)].
Πίσηθεν: adv. из Писы Anth.
at Pisa, Anth.