Παν
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
ο (Α Πάν, -νός)
1. θεός του ελληνικού πανθέου, ο οποίος είχε ανθρώπινο σώμα ώς τη μέση και πόδια, αφτιά και κέρατα τράγου
2. φρ. «αυλός του Πανός» — η πολύαυλη σύριγγα, που σε ορισμένες χώρες ονομάζεται σήμερα νάι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Όνομα αρχαίας θεότητας, άγνωστης ετυμολ., πιθ. αρκαδικής προέλευσης, του οποίου το μακρό -α- είναι μάλλον προϊόν συναιρέσεως, όπως υποδεικνύει η δοτ. του ονόματος Πάονι. Κατά μία άποψη, ο τ. ανάγεται σε αμάρτυρο Παύσων και συνδέεται με αρχ. ινδ. Pūsan, όνομα θεότητας, προστάτιδας τών ποιμνίων. Κατ' άλλους, πρόκειται για θεωνύμιο του προελληνικού γλωσσικού υποστρώματος, που συνδέεται πιθ. με το όνομα Παιάων / Παιήων (βλ. λ. παιάνας)].