Πελασγιάς

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
βλ. Πελασγίς.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Πελάσγιος + κατάλ. -άς, -άδος (πρβλ. Ολυμπιάς)].