Σίφνος

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Σίφνος Medium diacritics: Σίφνος Low diacritics: Σίφνος Capitals: ΣΙΦΝΟΣ
Transliteration A: Síphnos Transliteration B: Siphnos Transliteration C: Sifnos Beta Code: *si/fnos

English (LSJ)

ἡ, Siphnus, Hdt.3.57, etc.: Adj. Σίφνιος, α, ον, Str.10.5.1; οἱ Σίφνιοι Hdt. l.c., etc.

French (Bailly abrégé)

ου (ἡ) :
Siphnos.

Russian (Dvoretsky)

Σίφνος:Сифнос (один из Кикладских островов, богатый золотом и серебром) Her.

Greek (Liddell-Scott)

Σίφνος: ἡ, μία τῶν Κυκλάδων, Ἡρόδ. 3. 57, κτλ.· ἐπίθετ. Σίφνιος, α, ον, Στράβ. 484· οἱ Σίφνιοι Ἡρόδ., κλπ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Σίφνιοι· ἀκάθαρτοι, ἀπὸ Σίφνου τῆς νήσου».

Greek Monotonic

Σίφνος: ἡ, Σίφνος, ένα από τα νησιά των Κυκλάδων, σε Ηρόδ.· επίθ. Σίφνιος, , -ον, κάτοικος της Σίφνου, στον ίδ.

Middle Liddell

Σίφνος, ἡ,
Siphnos, one of the Cyclades, Hdt.