Σιδώνα

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source

Greek Monolingual

η / Σιδών, -ῶνος, ΝΜΑ
μία από τις αρχαιότερες φοινικικές πόλεις στις ακτές του Λιβάνου, που ήταν φημισμένη για την πορφύρα και τα αγγεία της.