Σισύφειος

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

French (Bailly abrégé)

α, ον :
de Sisyphe.
Étymologie: Σίσυφος.

Russian (Dvoretsky)

Σῑσύφειος: (ῠ) сизифов Eur., Luc.

Middle Liddell

Σισύφειος, η, ον, Sisyphian, Eur., etc.; fem. Σισυφίς, Theocr.