Τάμιλ

From LSJ

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237

Greek Monolingual

οι, Ν
εθνολ. λαός εγκατεστημένος, κυρίως, στη νότια Ινδία και στη Σρι Λάνκα, ο οποίος μιλά τη γλώσσα Ταμίλ, μία από τις κύριες γλώσσες της δραβιδικής οικογένειας γλωσσών.