Τρωικός
From LSJ
πρὸς ἀλέξησιν τραπομένους → preparing to defend themselves
Greek (Liddell-Scott)
Τρωικός: -ή, -όν, (Τρὼς) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Τροίαν, ἐς πεδίον τὸ Τρωικὸν Ἰλ. Κ. 11, Σοφ., κλπ., καὶ παρὰ πεζογράφοις, τὰ Τρωικά, οἱ χρόνοι τοῦ Τρωϊκοῦ πολέμου, Ἡρόδ. 2. 145 κ. ἀλλ.
English (Autenrieth)
Trojan; Τρωικὸν πεδίον, ‘the Trojan plain,’ between Ilium and the sea.
Middle Liddell
Τρωικός, ή, όν Τρώς
Trojan, Il., Soph., etc.; τὰ Τρωικά the times of Troy, Hdt.