Τρώας
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
Greek Monolingual
ο, θηλ. Τρωάς / Τρώς, Τρωός, ΝΜΑ, θηλ. Τρῳάς, -δος, ΜΑ, και Τρῶος, -ώου, Α
συν. στον πληθ. οι Τρώες
(στην αρχαιότητα) λαός που κατοικούσε στην Τρωάδα της Μικράς Ασίας και είχε πρωτεύουσα την Τροία.