άβυθος

From LSJ

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄβυθος, -ον) βυθός
απέραντος, ατέλειωτος
νεοελλ.
πολύ βαθύς.