άδυτο

From LSJ

ἀλλὰ τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → why all this about trees and rocks, why all these things we have nothing to do with

Source

Greek Monolingual

το (Α ἄδυτον) (ουδ. του επιθ. ἄδυτος)
1. το εσώτατο μέρος του ναού, όπου η είσοδος επιτρέπεται μόνο στους ιερείς
2. (συχνά στον πληθ.) τα άδυτα τών αδύτων
κατάβαθα, τρίσβαθα.