άθεστος
From LSJ
χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam
ἄθεστος, -ον (Α)
αυτός που δεν παίρνει από παρακλήσεις, άκαμπτος, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + -θεστός, ρημ. επιθ., που απαντά μόνο «εν συνθέσει» < θέσσασθαι «εύχομαι, ζητώ με προσευχή»].