Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
ἄκλυτος, -ον (Α) κλύωαυτός που δεν ακούστηκε, ο αθόρυβος.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + κλυτὸς < κλύω.