άκροτος

From LSJ

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄκροτος, -ον)
αυτός που δεν παράγει κρότο, αθόρυβος, ακράτητος
άρχ. αυτός που δεν χειροκροτήθηκε.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + κρότος.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακροτία].