άλεκτρος

From LSJ

Πολλοὺς ὁ πόλεμος δι' ὀλίγους ἀπώλεσεν → Bellum paucorum gratia aufert plurimos → Der Krieg vernichtet viele wegen weniger

Menander, Monostichoi, 443

Greek Monolingual

ἄλεκτρος, -ον (Α) λέκτρον
1. αυτός που δεν αξιώθηκε νυφικό κρεβάτι, άγαμος, ανύπαντρος
2. που δεν κοιμήθηκε, άυπνος
3. (για γάμο) παράνομος, ανόσιος.