Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

άνθηση

From LSJ

Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft

Menander, Monostichoi, 381

Greek Monolingual

η (Α ἄνθησις)
1. το να βγάζει άνθη ένα φυτό
2. το να είναι ένας τόπος ανθισμένος, γεμάτος ανθισμένα φυτά
νεοελλ.
η ακμή, η εξαιρετική ανάπτυξη («η άνθηση του πολιτισμού»).