άνομος
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄνομος, -ον)
(για πρόσωπα)
1. αυτός που δεν τηρεί τους νόμους, άδικος, παράνομος
2. (για πράγματα) α) ασεβής, μιαρός, φαύλος
β) αυτός που γίνεται παράνομα, άδικος
αρχ.
1. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα άνομα
παράνομες πράξεις, ανομίες
2. αυτός που δεν γίνεται σύμφωνα με τους νόμους της μουσικής, μη μελωδικός, μη αρμονικός.