άσκωμα

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312

Greek Monolingual

ἄσκωμα, το (Α)
1. δερμάτινη επένδυση, παρεμβολή που τοποθετείται στον σκαρμό για εύκολη κίνηση των κουπιών
2. φουσκωμένο ασκί
3. φυσερό
4. ο μαστός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ασκός (πρβλ. αέτωμα < αετός, ύβωμα < ύβος κ.ά.].