άυπνος
From LSJ
Οὐκ ἔστιν οὐδείς, ὅστις οὐχ αὑτῷ φίλος → Nemo est, amicus ipse qui non sit sibi → Den gibt es nicht, der nicht sich selber wäre Freund
Greek Monolingual
και άνυπνος, -η, -ο (AM ἄϋπνος, -ον) ύπνος
1. (για ανθρώπους) αυτός που δεν έχει ύπνο, που δεν μπορεί να κοιμηθεί
2. (για νύχτα) αυτή που περνά κανείς χωρίς να μπορεί να κοιμηθεί
αρχ.
1. άγρυπνος, ακούραστος
2. φρ. «ύπνος άϋπνος» — πολύ ελαφρύς ύπνος, ύπνος από τον οποίο ξυπνά κανείς εύκολα, ανήσυχος, ταραγμένος.