οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
ἄφιππος, -ον (Α)1. άπειρος, ασυνήθιστος στην ιππασία2. αυτός που δεν έχει ιππικό3. (για τόπο) ακατάλληλος για ιππασία.