έγχυση

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source

Greek Monolingual

η (AM ἔγχυσις)
1. το να εγχέει, να ενσταλάζει κανείς υγρό σε ορισμένο αγγείο ή φάρμακο σε σημείο του σώματος
2. η ίδια ουσία που εγχέεται.