έλιγμα

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

το (Α ἕλιγμα)
συστροφή, τύλιγμα
νεοελλ.
αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές
αρχ.
1. βραχιόλι
2. σκέπασμα
3. δέμα, πακέτο
4. βόστρυχος, μπούκλα
5. ιατρ. θλάσμα του κρανίου.