ἕλιγμα
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
English (LSJ)
-ατος, τό,
A fold, wrapping, ἱμάντων ἑλίγμασι, of straps bound round the leg, Ephipp.14.9; στρουθωτὰ ἑ. Sophr.100.
II bracelets, in plural, Hsch., prob. in Sapph.Supp.20a.8.
III curl, lock of hair, AP6.211 (Leon.).
IV depression of the skull without fracture = θλάσμα, Sor.Fract.1.
V packet, σμύρνης καὶ ἀλόης v.l. in Ev.Jo.19.39.
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Alolema(s): ἔλιγμα Sapph.44.8, Aët.8.73, Hippiatr.22.4 tít.; εἵλιγμα Horap.1.59; εἴλιγμα Diodor.T.Comm.Ps.39.8b-9a, EM 723.36G.
I ref. ‘lo que envuelve’, ‘rodea’ o ‘forma espiral’
1 ajorca, brazalete ἐλίγματα χρύσια Sapph.l.c., cf. dud. Alc.182, Ibyc.173.4S., Hsch.
2 banda, cinta para el pelo τὸ πορφυρεῦν ... κόμης ἕ. AP 6.211 (Leon.).
3 cobertor, colcha στρουθωτὰ ἑλίγματα Sophr.95.
4 vuelta, pliegue, circunvolución medic., de órganos del cuerpo: la matriz, Gal.19.123, el yeyuno, Poll.2.209
•plu. concr. vueltas, giros, revueltas (πέδιλον) κνήμης ἱμάντων ἰσομέτροις ἑλίγμασιν (sandalia) con las revueltas de las correas alrededor de su pierna perfectamente alineadas Ephipp.14.9
•fig. retorcimiento, tergiversación τὸν νοῦν ἐφέρπεις εὐστρόφοις ἑλίγμασι Gr.Naz.M.37.1402A.
5 medic. fractura espiroidea en el cráneo, Sor.Fract.1.1.
II ref. ‘lo que está enrollado’
1 ovillo, madeja ἐρίων Sch.Clem.Al.Prot.17.6.
2 rollo, volumen de papiro que contiene un escrito «ἐν κεφαλίδι» ἀντὶ τοῦ ἐν εἰλίγματι Diodor.T.l.c.
•farm. rollo para chupar, electuario, Cyran.1.21.18, Archig.70L., Aët.6.16, 8.73.
3 anillo, espira formado por una serpiente enroscada, Apio s.u. πτύχες, Horap.l.c., Par.D.P.1152-1166, EM l.c.
German (Pape)
[Seite 797] τό, das Gewundene, sich Ringelnde; κόμης, die Locken, Leon. Tar. 5 (VI, 211); ἱμάντων, Windung, Ephipp. bei Ath. XII, 509 d; Decke, II, 48 d.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 enroulement;
2 objet enroulé;
3 t. de méd. contusion des os sans fracture.
Étymologie: ἑλίσσω.
Russian (Dvoretsky)
ἕλιγμα: ατος τό завиток: ἕλιγμα κόμης Anth. локон (локоны).
Greek (Liddell-Scott)
ἕλιγμα: τό, τύλιγμα, κνήμης ἱμάντων ἰσομέτροις ἑλίγμασιν Ἔφιππ. ἐν «Ναυαγῷ» 1. 9· σκέπασμα, στρουθωτὰ ἑλίγματα Σώφρ. παρ’ Ἀθην. 48C. ΙΙ. βόστρυχος, κόμης ἕλιγμα, «κατσαρόν», Ἀνθ. Π. 6. 211, 2. ΙΙΙ. ἡ κάμψις ἐπὶ τὰ ἔνδον τοῦ κρανίου, ἐμπίεσμα, ἄλλως θλάσμα, Σωρανὸς σ. 47 Coech.
Greek Monolingual
το (Α ἕλιγμα)
συστροφή, τύλιγμα
νεοελλ.
αρχιτεκτονικό κόσμημα με ελικοειδείς γλυφές
αρχ.
1. βραχιόλι
2. σκέπασμα
3. δέμα, πακέτο
4. βόστρυχος, μπούκλα
5. ιατρ. θλάσμα του κρανίου.
Greek Monotonic
ἕλιγμα: -ατος, τό (ἑλίσσω), μπούκλα, κατσαρά, σγουρά μαλλιά, σε Ανθ.
Middle Liddell
ἕλιγμα, ατος, τό, ἑλίσσω, a curl, lock of hair, Anth.
Chinese
原文音譯:m⋯gma 米格馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:混合物
字義溯源:混合物,混合料,調合物;源自(μείγνυμι / μειγνύω / μίγνυμι)*=調混)
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編:
1) 混合料(1) 約19:39