έλκυσμα

From LSJ

Ἐν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → Magni est laboris, quicquid est pulchri uspiam → Das Schöne formt in tausendfältgen Mühen sich

Menander, Monostichoi, 176

Greek Monolingual

ἕλκυσμα, το (AM)
ο τρόπος ή το μέσο με το οποίο κάποιος έλκει, τραβά κάτι
αρχ.
1. το νήμα που τραβιέται ενώ κλώθεται
2. το έλκημα
3. η σκουριά του αργύρου.