Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έναστρος

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12

Greek Monolingual

-η, -ο και ενάστερος, -η, -ο (Α ἔναστρος, -ον)
ο γεμάτος αστέρια, ο αστροφώτιοτος («έναστρος ουρανός»)
αρχ.
1. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα στα αστέρια
2. λαμπερός, αστερόφεγγος, φωτεινός («ἔναστροι ἰδέαι»).