Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

έπαλξη

From LSJ

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416

Greek Monolingual

η (AM ἔπαλξις)
συν. στον πληθ. το ανώτερο οδοντωτό μέρος του τείχους, που έχει ανοίγματα κατά διαστήματα, ώστε να μπορούν να πολεμούν μέσα από αυτά οι αμυνόμενοι
αρχ.-μσν.
αμυντικό κατασκεύασμα, ειδ. θωράκιο τείχους
αρχ.
1. μτφ. προστασία, υπεράσπιση, βοήθεια («τήνδ' ἡμῖν ἔχω σωτηρίας ἔπαλξιν», Ευρ.)
2. δικαστήριο φόνων.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < επαλέξω < επί + αλέξω «προστατεύω, υπερασπίζω»)].