αβασίλευτος

From LSJ

ἀφυής πρὸς ταύτην τὴν σκέψιν → wanting wit for that speculation

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀβασίλευτος, -ον) βασιλεύω
αυτός που δεν κυβερνιέται, δεν εξουσιάζεται από βασιλιά. Ειδικότερα στη Νεοελληνική, ο όρος «αβασίλευτη δημοκρατία» δηλώνει το δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο ο ανώτατος άρχων δεν είναι κληρονομικός αλλά αιρετός
νεοελλ.
1. (για ουράνια σώματα) αυτός που ακόμη δεν έδυσε
2. (μτφ. φρ.) «μάτια αβασίλευτα» — τα μάτια τών νεκρών που δεν έτυχε κανείς να τά κλείσει και μένουν ακόμη ανοιχτά
3. αγέραστος
αρχ.
ο απαλλαγμένος από νόμους.