αγαθοπιστία

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source

Greek Monolingual

η αγαθόπιστος
το να πιστεύει κανείς καλοπροαίρετα ή αβασάνιστα ό,τι του λένε, ευπιστία.

Translations

gullibility

Arabic: سَذَاجَة‎; Bulgarian: доверчивост, лековерие; Catalan: credulitat; Chinese Mandarin: 易受骗; Czech: důvěřivost; Dutch: lichtgelovigheid, goedgelovigheid; Finnish: herkkäuskoisuus; French: crédulité; Galician: credulidade; German: Leichtgläubigkeit; Greek: αγαθοπιστία, αγαθοσύνη, αφέλεια, ευκολοπιστία, ευπιστία, μωροπιστία; Ancient Greek: εὐήθεια, εὐηθία, εὐηθίη, τὸ πειστικόν; Hebrew: תמימות‎; Latin: credulitas; Macedonian: лековерност; Maori: whakapono tūpatokore; Polish: naiwność, łatwowierność; Portuguese: credulidade; Russian: доверчивость, простодушие, наивность; Serbo-Croatian: lakovjernost; Spanish: credulidad, tragaderas; Swedish: godtrbogenhet; Tagalog: kamapaniwalain