αγαθοποιός
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
Greek Monolingual
ἀγαθοποιός, -όν (Α)
αγαθοεργός, ευεργετικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγαθὸς + -ποιὸς < ποιῶ].