αγανάκτηση
From LSJ
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
Greek Monolingual
αγανάκτηση και αγανάχτηση, η (Α ἀγανάκτησις) ἀγανακτῶ
δυσανασχέτηση, δυσφορία, θυμός, οργή
αρχ.
πόνος, φυσικός ερεθισμός.
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
αγανάκτηση και αγανάχτηση, η (Α ἀγανάκτησις) ἀγανακτῶ
δυσανασχέτηση, δυσφορία, θυμός, οργή
αρχ.
πόνος, φυσικός ερεθισμός.