Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αγανοβλέφαρος

From LSJ

Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm

Menander, Monostichoi, 365

Greek Monolingual

ἀγανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγανὸς + βλέφαρον.