αγανοβλέφαρος
From LSJ
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
Greek Monolingual
ἀγανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγανὸς + βλέφαρον.
Μαστιγίας ἔγχαλκος, ἀφόρητον κακόν → Pecuniosus verbero, malum maximum → Ein reicher Taugenichts, wie unerträglich schlimm
ἀγανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει γλυκά μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγανὸς + βλέφαρον.