αγανοϋφαίνω

From LSJ

πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body

Source

Greek Monolingual

υφαίνω αραιά, χαλαρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγανά + υφαίνω].