αγελαδοτρόφος
From LSJ
χρώμεθα γὰρ πολιτείᾳ οὐ ζηλούσῃ τοὺς τῶν πέλας νόμους → we live under a form of government which does not emulate the institutions of our neighbours
Greek Monolingual
ο
ο αγελαδοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγελάδα + -τρόφος < τρέφω.
ΠΑΡ. αγελαδοτροφία].