αγραμματοσύνη

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source

Greek Monolingual

η
1. άγνοια αναγνώσεως και γραφής, αμορφωσιά
2. περιορισμένη μόρφωση ή κατάρτιση, ημιμάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγράμματος + παραγ. κατάληξη -οσύνη].