αδαημοσύνη

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499

Greek Monolingual

ἀδαημοσύνη, η (AM) ἀδαήμων
έλλειψη πείρας ή γνώσης, απειρία, αδεξιότητα, αμάθεια, άγνοια.