αδειανοσακούλης

From LSJ

εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more

Source

Greek Monolingual

ο
ο στερούμενος τα πάντα, πάμφτωχος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδειανός + σακούλα].