αδεξιότητα
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Greek Monolingual
η αδέξιος
έλλειψη επιδεξιότητας, ανεπιτηδειότητα, ανικανότητα.
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
η αδέξιος
έλλειψη επιδεξιότητας, ανεπιτηδειότητα, ανικανότητα.