αδικοβάλλω

From LSJ

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source

Greek Monolingual

και -βάζω και -βάνω
1. κατηγορώ ψευδώς, διαβάλλω, συκοφαντώ
2. άδικα υποπτεύομαι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αδικο- + βάλλω ή βάζω ή βάνω].