Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αδολεσχώ

From LSJ

Θεὸν προτίμα, δεύτερον δὲ τοὺς γονεῖς → Post deum habeas parentes proximo loco → Vor allem ehre Gott, die Eltern gleich nach ihm

Menander, Monostichoi, 230

Greek Monolingual

ἀδολεσχῶ (-έω) (AM)
λέω ανοησίες, φλυαρώ με απερισκεψία
μσν.
αστειεύομαι, χωρατεύω
αρχ.
1. μιλώ, διαλέγομαι
2. διαλογίζομαι, ρεμβάζω.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδολέσχης.
ΠΑΡ. μσν. ἀδολέσχημα.